- τουρκομερίτικος
- -η, -οαυτός που έχει σχέση με τους τουρκομερίτες (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουρκομερίτικος — η, ο, Ν [τουρκομερίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τουρκομερίτες … Dictionary of Greek